- διαμετρητός
- διαμετρητόςmeasured outmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαμετρητός — ή, ό (Α διαμετρητός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος 2. διαμετρικός … Dictionary of Greek
διαμετρητόν — διαμετρητός measured out masc acc sg διαμετρητός measured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητῷ — διαμετρητός measured out masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)